φύγιμον

φύγιμον
φύγῐμον [pron. full] [ῠ], τό,
A place of refuge, asylum,

τοῖς δούλοις IG5(1).1390.80

(Andania, i B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φύγιμον — τὸ, Α καταφύγιο, άσυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. φεύγω* + κατάλ. ιμον, ουδ. της κατάλ. ιμος (πρβλ. τρόφ ιμος)] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”